ἀχθοφόρου

ἀχθοφόρου
ἀχθοφόρος
bearing burdens
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • καπουλική — καπουλική, ἡ (Μ) [καπούλα] το επάγγελμα τού αχθοφόρου …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίκα — η, Ν 1. πάνινο επίστρωμα στην πλάτη αχθοφόρου, με το οποίο υποβοηθείται η μεταφορά φορτίου, η τύλη 2. μτφ. μεταφορά κάποιου πάνω στην πλάτη άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χαμαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίκι — το, Ν 1. η εργασία τού χαμάλη, τού αχθοφόρου 2. συνεκδ. βαριά ή ανεπιθύμητη εργασία, αγγαρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamallik] …   Dictionary of Greek

  • αχθοφορικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον αχθοφόρο: Για να κερδίσει το ψωμί του έκανε και δουλειές αχθοφορικές. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αχθοφορικά, τα η αμοιβή του αχθοφόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμαλίκα — η το επίστρωμα πάνω στη ράχη του αχθοφόρου για υποβάσταση του φορτίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”